- ποταμάρχης
- ο, Ν(επί βενετοκρατίας και τουρκοκρατίας) υπάλληλος τής δημογεροντίας που επέβλεπε την ύδρευση και την άρδευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -άρχης (< άρχω), πρβλ. νομ-άρχης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτάμαρχος — ο, Ν ο ποταμάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + αρχος (< άρχω), πρβλ. ναύ αρχος] … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek